μαγλινός

μαγλινός
μαγλινός, -ή, -όν (Μ)
λείος, ομαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁμαλινός < ὁμαλός με ανάπτυξη -γ- προ τού -λ- (πρβλ. ζουλός: ζουγλός, λάρος: γλάρος). Η ανάπτυξη τού -γ- μπορεί να οφείλεται και σε συμφυρμό ή σε παρετυμολογική σύνδεση τού ὁμαλινός με τη λ. γλήνα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”